Σάββατο 22 Μαΐου 2010

Μεσαιωνικό Αυλωνάρι
Ο Μυστράς της Εύβοιας

του Βαγγέλη Β. Γλυκού

Στα λαμπρά βυζαντινά χρόνια, όσο και στην περίοδο της Λατινοκρατίας που επακολούθησε (σημειωτέον ότι η Εύβοια περιήλθε στη δυτική κυριαρχία το 1204 μ.Χ. και στην τουρκική το 1470), η κεντρική – ανατολική Εύβοια με κέντρο την Αυλώνα, το σημερινό Αυλωνάρι, γνώρισε αξιοσημείωτη ανάπτυξη οικονομική και πολιτιστική.


Αν και οι βυζαντινές πηγές είναι ιδιαίτερα φειδωλές για τη νήσο Εύβοια γενικότερα, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις, ήδη από την εποχή εκείνη, ότι η ευρύτερη περιοχή με κέντρο την Αυλώνα θα διαδραμάτιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στα ευβοϊκά πράγματα κατά την επικείμενη φραγκική κατάκτηση, όσο και κατά την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας. Τεκμήρια αυτής της ακμής είναι, όπως θα δούμε πιο κάτω, τα πολλά ομολογουμένως και αξιόλογα εκκλησιαστικά μνημεία –ναοί και μοναστήρια- καθώς και οι πύργοι και τα κάστρα, που αποτελούν το σήμα κατατεθέν του τόπου, καθώς προχωρούμε από το Αλιβέρι προς την Κύμη.

Καθόλου σπάνιο και περίεργο, το αντίθετο μάλιστα, το διαχρονικό όνομα Αυλών της κωμόπολης. Ελληνικότατο, διατηρήθηκε με ασήμαντες παραφθορές (λ.χ. ως Valona, Valonis, Avalone στη Φραγκοκρατία) κατά τη δυτική και την τουρκική κατάκτηση, γεγονός αξιοσημείωτο και ασύνηθες. Αυλών σύμφωνα με τα έγκριτα λεξικά της αρχαίας ελληνικής γλώσσας είναι η κοιλάδα, η χαράδρα, αλλά και το αυλάκι. Ας θυμηθούμε σχετικά τις ομώνυμες πόλεις της Βορείου Ηπείρου και της Αττικής, μεταξύ άλλων.

Τύχη αγαθή η ευβοϊκή αυτή κωμόπολη συνδέθηκε από τα πρώτα βυζαντινά χρόνια με την Εκκλησία, καθώς η πρώτη ιστορική παρουσία της σημειώνεται το 553 μ.Χ. στον τίτλο του επισκόπου Αυλώνος Σωτήρος (Σωτήρ, δηλαδή Σωτήριος το όνομά του) που από τα Τακτικά της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως διαπιστώνεται ότι συμμετείχε στην Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη.1 Επομένως, πολύ νωρίς, στα πρώιμα βυζαντινά χρόνια συγκροτήθηκε σε επισκοπή η εκκλησιαστική κοινότητα της περιοχής. Το γεγονός αυτό προϋποθέτει τη δημογραφική, διοικητική και οικονομική δύναμη της Αυλώνος και την εξέχουσα θέση της στην ευρύτερη περιοχή Αλιβερίου και Κύμης, δεδομένου ότι δεν αναφέρεται άλλη επισκοπή, με εξαίρεση ίσως την περιστασιακή παρουσία της Επισκοπής Πορθμού στο Αλιβέρι. Στη Φραγκοκρατία η Επισκοπή Αυλώνος καλείται Επισκοπή Abelonensis ή Avalonensis. Γειτονικές ήταν οι επισκοπές Καρύστου, Σκύρου και η Αρχιεπισκοπή Ευρίπου (Χαλκίδος). Σημειωτέον δε ότι μέχρι τον 8ο μ.Χ. αι. οι επισκοπές αυτές ανήκαν στην εκκλησιαστική διοίκηση της Κορίνθου και στη συνέχεια στη Μητρόπολη Αθηνών έως και τη συγκρότηση αυτοτελούς Μητροπόλεως Ευρίπου (13ος αι.).

Απομεινάρια της βυζαντινής εποχής στην περιοχή Αυλώνος είναι τα δύο γνωστά μοναστήρια, η Μονή Λευκών ανατολικά του Αυλωναρίου, αφιερωμένη αρχικά στα Εισόδια της Θεοτόκου και αργότερα στη μνήμη του Αγίου Χαραλάμπους και η Μονή Μάντζαρη στον Οξύλιθο, αφιερωμένη στην Απόδοση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (23 Αυγούστου). Η ίδρυση και των δύο μονών ανάγεται στον 11ο-12ο αι. Κτητορική επιγραφή στην πρώτη αναγράφει ότι ιδρύθηκε επί αυτοκράτορος Μανουήλ Κομνηνού. Η Μονή Μάντζαρη θεωρείται η παλαιότερη της Εύβοιας μετά από τη Μονή Γαλατάκη. Στην παλαιοχριστιανική περίοδο εντάσσεται ακόμη και η πρώτη οικοδομική φάση του μεγαλοπρεπούς ναού του Αγίου Δημητρίου στα Χάνια που απέκτησε τη σημερινή μορφή του σταυρεπίστεγου το 1304.2

Η Φραγκοκρατία στην Εύβοια ξεκινά το 1204 μ.Χ., όταν με την περίφημη συνθήκη διανομής (Partitio) των βυζαντινών εδαφών στους φεουδάρχες της Δ΄ Σταυροφορίας το νησί περιήλθε στην κυριαρχία του Λατίνου Αυτοκράτορα Βαλδουίνου της Φλάνδρας και των Βενετών αρχικά και τον επόμενο χρόνο (1205) στο Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό. Αυτός με τη σειρά του παραχώρησε το νησί στον Ιάκωβο d’ Avenses και μετά από το θάνατο του τελευταίου σε τρεις ευγενείς από τη Βερόνα, ένας από τους οποίους ήταν ο γνωστός Ravano dale Carceri, εισάγοντας έτσι το σύστημα των τριτημορίων (terzero), την κατάτμηση δηλαδή του νησιού σε τρία τιμάρια, φέουδα. Η Βενετία ωστόσο πείθει το Ravano να δεχτεί την επικυριαρχία της ήδη από το 1209. Παρά την εναλλαγή των επικυρίαρχων δεδομένου ότι το νησί περιήλθε κάποια στιγμή στην επικυριαρχία και των Βιλλεαρδουΐνων, πραγματικός κατακτητής του νησιού ήταν ο ενετικός λέων. Το κεντρικό τιμάριο που περιελάμβανε την περιοχή από το Αυλωνάρι ως την Κύμη και τη Σκύρο υπαγόταν στην κυριαρχία της οικογένειας Ghisi. Επίσημα η Εύβοια θα περιέλθει οριστικά στους Βενετούς το 1390.

Το 14ο αι. το Αυλωνάρι (Avlon) καθίσταται διοικητικό, στρατιωτικό και οικονομικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Είναι η έδρα ενός φέουδου που υπαγόταν στον Βενετό βάιλο (επίτροπο) της Χαλκίδας και προστατευόταν από δύο μεγάλα κάστρα, το Potiri νότια του οικισμού και το θρυλικό Cuppa στη Βρύση, σε συνδυασμό με τους πύργους που κοσμούσαν αρκετά χωριά της περιοχής. Πρόκειται για ένα αμυντικό σύστημα πολύ καλά οργανωμένο και πυκνό. Επικεφαλής της πολεμικής αυτής μηχανής ο Capitaneus Avalone, ισχυρός αξιωματούχος, όπως αποδεικνύει και η αφιερωθείσα στον Άγιο Δημήτριο μορφή του στρατιωτικού αγίου Ιησού του Ναυή.3

Οι λόγοι που υπαγόρευσαν στους Βενετούς την ύπαρξη αυτής της διοικητικά ανεξάρτητης περιοχής ήταν η απειλή των Φράγκων, των Καταλανών και των Τούρκων πειρατών αλά και ο αγροτικός πλούτος του τόπου που είχε 25 χωριά με παραγωγή σιταριού, λαδιού, κρασιού, κεριού, μελιού, μεταξιού. Φαίνεται πως οι ντόπιοι διατήρησαν τα προνόμια που είχαν επί Μανουήλ Κομνηνού, επί βυζαντινής δηλαδή κυριαρχίας, και πως ακόμη διατηρήθηκαν κάποιοι Έλληνες άρχοντες (magnates) με διοικητικά αξιώματα.4

Τις μνήμες αυτής της εποχής διασώζει μέχρι σήμερα η ρυμοτομία του Αυλωναρίου που δίνει την εντύπωση οχυρωμένου οικισμού με τα παραδοσιακά σπίτια, τους ελικοειδείς δρόμους, τα στενά σοκάκια.

Μοναδική ανάπαυλα στη Λατινοκρατία η πρόσκαιρη βυζαντινή ανάκτηση της περιοχής και της Εύβοιας γενικότερα από τον γνωστό καρυστινό ιππότη Λικάριο εν ονόματι του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (β΄ μισό 13ου αι). Τότε ξανακυμάτισαν τα βυζαντινά λάβαρα στα μεγάλα κάστρα, το Cuppa και το Potiri. Έκτοτε το νησί θα επανέλθει στους δυτικούς, για να υποκύψει οριστικά το 1470 στον Μωάμεθ τον Πορθητή.

Οι συνθήκες ζωής των κατοίκων της Αυλώνος κατά τη Φραγκοκρατία ποικίλλουν. Το αυστηρό στρατοκρατικό σύστημα των ξένων κατακτητών σε συνδυασμό με την αντιορθόδοξη προπαγάνδα περιορίζουν πολύ τις κινήσεις των ντόπιων. Συγκεκριμένα η ενετική διοίκηση είχε καταργήσει το θεσμό των επισκόπων και εφαρμόσει εκείνον των πρωτοπαπάδων, για να αποκόψει το ορθόδοξο ποίμνιο από την επιρροή του Πατριαρχείου.5 Νωρίτερα, το 1209, ο πάπας Ιννοκέντιος είχε υπαγάγει τις ευβοϊκές επισκοπές στον Λατίνο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, ενώ ο διάδοχός του Ονώριος Γ΄ τις ένωσε σε μια επισκοπή, την Επισκοπή Ευρίπου. Οι ενέργειες αυτές δεν απέβλεπαν παρά στην ταπείνωση του φρονήματος των κατοίκων και στον εκλατινισμό. Ωστόσο το φρόνημα των κατοίκων δεν κάμφθηκε. Το αντίθετο μάλιστα! Ο λαός εξέφρασε το αντιστασιακό, ανθενωτικό και ομολογιακό πνεύμα του κτίζοντας τους αξιόλογους επιχωριάζοντες σταυρεπίστεγους ναούς, που είναι το σήμα κατατεθέν της περιοχής Αυλώνος. Διεκδίκησε ακόμη σθεναρά το 1235 από τον πάπα Γρηγόριο Θ΄ και πέτυχε την επανίδρυση της Επισκοπής Αυλώνος που είχε καταργηθεί. Οι κάτοικοι επικαλέσθηκαν το μέγεθος του νησιού και τα αυξημένα εισοδήματα της περιοχής.6

Σημειωτέον ότι οι βιοτικές συνθήκες απαλύνονταν από τον αγροτικό πλούτο που απέδιδε εκλεκτά προϊόντα, όπως προαναφέραμε. Η οικονομική αυτή άνεση εξασφάλισε στους Έλληνες άρχοντες (managers), τους μεγαλοκτηματίες και στις ίδιες τις κοινότητες τη δυνατότητα να ιδρύσουν και να αγιογραφήσουν τους ναούς που προαναφέραμε. Ο αριθμός και η πυκνότητα των ναών αυτών είναι στοιχεία αξιοπρόσεκτα.

Κυρίαρχη θέση κατέχει ο επισκοπικός ναός του Αγίου Δημητρίου (1304) στα Χάνια Αυλωναρίου. Το μέγεθος και η αγιογράφησή του αποκαλύπτουν τη δύναμη των Ελλήνων αρχόντων και τις οικονομικές δυνατότητες της περιοχής. Οι υπόλοιποι σταυρεπίστεγοι ναοί είναι:7 η Μεταμόρφωση στο Πυργί (1296), η Κοίμηση Θεοτόκου (τέλη 13ου αι) και ο Άγιος Νικόλαος (1304) στον Οξύλιθο, η Αγία Θέκλα στο ομώνυμο χωριό (13ος-14ος αι), η Οδηγήτρια στις Σπηλιές Κονιστρών (1311), ο Άγιος Δημήτριος στο Μακρυχώρι (1302-3) και τα καθολικά των Μονών Μάντζαρη και Λευκών. Σύγχρονοι είναι και δύο μονόχωροι καμαροσκέπαστοι ναοί, ο Άγιος Νικόλαος στον Πύργο (περ. 1300) και η Αγία Άννα στον Οξύλιθο (μέσα 14ου αι).

Τα προαναφερθέντα στοιχεία αναδεικνύουν το μεσαιωνικό, βυζαντινό και ενετικό Αυλωνάρι ως μια ενότητα διοικητική στην ευρύτερη κεντρική – ανατολική Εύβοια που χαρακτηρίζεται από ζωντανή παρουσία, οικονομική και πολιτιστική (για το βυζαντινό πνεύμα οι θρησκευτικές δραστηριότητες είναι γνήσια πολιτιστικές), καθώς και από αισθήματα πατριωτισμού, όπως αυτά εκφράζονται στην ανθενωτική πάλη των ορθοδόξων και την αποφυγή του εκλατινισμού. Μνημεία της ηρωικής αυτής εποχής δεν είναι μόνο τα μεγάλα κάστρα και οι πύργοι (όπως διασώζονται) αλλά και οι αξιόλογοι ναοί της περιοχής. Είναι ακόμη το διασωθέν αρχιτεκτονικό προφίλ του Αυλωναρίου που παραπέμπει αναπόφευκτα στα χρόνια εκείνα.



Σημειώσεις
1. Χρυσόστομου Θέμελη, Η Ιερά Μητρόπολις Καρύστου δια μέσου των αιώνων, Αθήναι 1955, ανάτυπο εκ της Θεολογίας, σ. 13.
2. Χαράλαμπου Φαράντου, «Βυζαντινές και Μεταβυζαντινές Εκκλησίες στις περιοχές των χωριών Αλιβέρι… Αχλαδερή της Ν. Εύβοιας», Α.Ε.Μ., ΚΓ΄, 1980, σ. 368.
3. Μελίτας Εμμανουήλ, Οι τοιχογραφίες του Αγίου Δημητρίου στο Μακρυχώρι και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στον Οξύλιθο Εύβοιας, Ε.Ε.Σ., Αθήνα 1991, σσ. 222-23.
4. ibid., σσ. 23-24.
5. Εκδοτικής Αθηνών, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήνα 1980, τ. Θ΄, σσ. 276-77.
6. Μελίτας Εμμανουήλ, op. cit., σ. 25.
7. ibid., σσ. 29-30.